- τίλλω
- ΝΜΑ1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ' ἄρ' ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.)2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως ένδειξη λύπης, ψυχικού πόνου ή απελπισίας3. μαδώ τα φτερά πτηνού4. ξαίνω, λαναρίζω5. (σχετικά με δένδρα) αποσπώ, κόβω τα φύλλα ή τα κλαδιάνεοελλ.(σχετικά με ύφασμα) ξεφτώ, ξεφτίζω, κουρελιάζωαρχ.1. (σχετικά με ζώα) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω2. (κυρίως σχετικά με στεφάνι) αποσπώ τα άνθη, μαδώ3. απολεπίζω, ξεφλουδίζω («τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν», ΚΔ)4. (σχετικά με χόρτο)κόβω σε μικρά τεμάχια, κομματιάζω5. μτφ. α) λυπώ, δυσαρεστώβ) καταστρέφω, αφανίζω («ὑπὸ συκοφαντῶν τίλλεσθαι», Αριστοφ.)6. φρ. α) «στέφανον τίλλω» — μεταβάλλω τους νόμους προς το χειρότερο (Πορφ.)β) «τίλλω μέλη» — παίζω μελωδίες με έγχορδο όργανο (Κρατίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. τίλλω (< *τίλ-jω έχει σχηματιστεί πιθ. από τη λ. πτίλον «πούπουλο, φτερό» βλ. λ., με ανομοιωτική αποβολή τού αρκτικού π- από τα σύνθ. (*ἀπο-[π]τίλλω < ἀπο-τίλλω < τίλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.